Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φλωρίνι — το, Ν βλ. φλορίνι … Dictionary of Greek
φλορίνι — και φλορίνιο και φλωρίνι, το, Ντο φιορίνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. florin < λατ. flos, floris, «άνθος», λόγω τού ότι τα πρώτα φλορίνια είχαν στη μία όψη τους τον κρίνο, δηλαδή το σύμβολο τής Φλωρεντίας] … Dictionary of Greek